- λοσιόν
- η ακλ. лосьон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λοσιόν — η άκλ. (λ. γαλλ.), υγρό αρωματισμένο ιδιοσκεύασμα που χρησιμοποιείται στην περιποίηση των μαλλιών και του δέρματος: Καθημερινά χρησιμοποιεί λοσιόν κατά της τριχόπτωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοσιόν — η υγρό, αλκαλούχο ή όχι, σκεύασμα για την περιποίηση τού δέρματος και τών μαλλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lotion (< λατ. lotion, onis «πλύση» < lotus, lautus, μτχ. παρακμ. τού λατ. lavo «πλύνω»)] … Dictionary of Greek
αντηλιακός — ή, ό (για κρέμα, λάδι, λοσιόν) αυτός που προφυλάσσει το δέρμα από τις ακτίνες του ήλιου και τα εγκαύματα βοηθώντας στο μαύρισμα … Dictionary of Greek
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek